λιθώνω

λιθώνω
(AM λιθῶ, -όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) [λίθος]
μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω
αρχ.
1. (ως απρόσ.) λιθοῡται
γίνεται απολίθωση
2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένον
το λιθόστρωτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απολιθώνω — (AM ἀπολιθῶ, όω) [λιθώνω] μεταβάλλω, μεταμοφώνω σε λίθο νεοελλ. κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • λίθωση — η (Α λίθωσις) [λιθώνω] η μεταβολή σε λίθο, απολίθωση αρχ. κατεργασία λίθου …   Dictionary of Greek

  • λιθωτός — λιθωτός, ή, όν (Α) [λιθώνω] λίθινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”